- κοιλότερα
- κόιλοςhollowneut nom/voc/acc comp plκοῑλότερα , κοῖλοςhollowneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλοτέρα — κοιλοτέρᾱ , κόιλος hollow fem nom/voc/acc comp dual κοιλοτέρᾱ , κόιλος hollow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱ , κοῖλος hollow fem nom/voc/acc comp dual κοῑλοτέρᾱ , κοῖλος hollow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτέρᾳ — κοιλοτέρᾱͅ , κόιλος hollow fem dat comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱͅ , κοῖλος hollow fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτέρας — κοιλοτέρᾱς , κόιλος hollow fem acc comp pl κοιλοτέρᾱς , κόιλος hollow fem gen comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱς , κοῖλος hollow fem acc comp pl κοῑλοτέρᾱς , κοῖλος hollow fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτέραν — κοιλοτέρᾱν , κόιλος hollow fem acc comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱν , κοῖλος hollow fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπρωρος — η, ο / ὑπόπρῳρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την πλώρη πλοίου 2. φρ. «υπόπρωρη άγκυρα» ναυτ. βοηθητική άγκυρα που είχαν μερικά παλαιά ιστιοφόρα κάτω από τη στείρα τής πλώρης αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek